- μαρμαρυγώδεα
- μαρμαρυγώδηςseeing sparksneut nom/voc/acc pl (epic ionic)μαρμαρυγώδηςseeing sparksmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρμαρυγώδης — μαρμαρυγώδης, ῶδες (Α) [μαρμαρυγή] αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek